Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρενοποιέω
ἀρρενοποιός
ἀρρενοπρεπής
ἀρρενότης
ἀρρενοτοκέω
ἀρρενοτοκία
ἀρρενοτόκιον
ἀρρενοτόκος
ἀρρενοφανής
ἀρρενόφρων
ἀρρενώδης
ἀρρενωνυμέω
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
ἀρρεπής
ἀρρευμάτιστος
ἄρρευστος
ἀρρεψία
ἀρρήδην
ἄρρηκτος
ἀρρήμων
View word page
ἀρρενώδης
brave

ShortDef

brave

Debugging

Headword:
ἀρρενώδης
Headword (normalized):
ἀρρενώδης
Headword (normalized/stripped):
αρρενωδης
IDX:
13513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13514
Key:

Data

{'content': 'brave'}