Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρενοπίπης
ἀρρενοποιέω
ἀρρενοποιός
ἀρρενοπρεπής
ἀρρενότης
ἀρρενοτοκέω
ἀρρενοτοκία
ἀρρενοτόκιον
ἀρρενοτόκος
ἀρρενοφανής
ἀρρενόφρων
ἀρρενώδης
ἀρρενωνυμέω
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
ἀρρεπής
ἀρρευμάτιστος
ἄρρευστος
ἀρρεψία
ἀρρήδην
ἄρρηκτος
View word page
ἀρρενόφρων
of manly mind

ShortDef

of manly mind

Debugging

Headword:
ἀρρενόφρων
Headword (normalized):
ἀρρενόφρων
Headword (normalized/stripped):
αρρενοφρων
IDX:
13512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13513
Key:

Data

{'content': 'of manly mind'}