Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρενόπαις
ἀρρενοπίπης
ἀρρενοποιέω
ἀρρενοποιός
ἀρρενοπρεπής
ἀρρενότης
ἀρρενοτοκέω
ἀρρενοτοκία
ἀρρενοτόκιον
ἀρρενοτόκος
ἀρρενοφανής
ἀρρενόφρων
ἀρρενώδης
ἀρρενωνυμέω
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
ἀρρεπής
ἀρρευμάτιστος
ἄρρευστος
ἀρρεψία
ἀρρήδην
View word page
ἀρρενοφανής
masculine-looking

ShortDef

masculine-looking

Debugging

Headword:
ἀρρενοφανής
Headword (normalized):
ἀρρενοφανής
Headword (normalized/stripped):
αρρενοφανης
IDX:
13511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13512
Key:

Data

{'content': 'masculine-looking'}