Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρενόομαι
ἀρρενόπαις
ἀρρενοπίπης
ἀρρενοποιέω
ἀρρενοποιός
ἀρρενοπρεπής
ἀρρενότης
ἀρρενοτοκέω
ἀρρενοτοκία
ἀρρενοτόκιον
ἀρρενοτόκος
ἀρρενοφανής
ἀρρενόφρων
ἀρρενώδης
ἀρρενωνυμέω
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
ἀρρεπής
ἀρρευμάτιστος
ἄρρευστος
ἀρρεψία
View word page
ἀρρενοτόκος
bearing male children

ShortDef

bearing male children

Debugging

Headword:
ἀρρενοτόκος
Headword (normalized):
ἀρρενοτόκος
Headword (normalized/stripped):
αρρενοτοκος
IDX:
13510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13511
Key:

Data

{'content': 'bearing male children'}