Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδωροδόκητος
ἀδωροδόκος
ἄδωρος
ἀδωσιδικία
ἀδώτης
ἄεδνος
ἀέδνωτος
ἀέθλαρχος
ἀεθλεύω
ἀεθλητάς
ἀέθλιον
ἀέθλιος
ἀεθλονικία
ἄεθλος
ἀεθλοσύνη
ἀεθλοφορέω
ἀεί
ἀειβλαστής
ἀειβλάστησις
ἀείβολος
ἀειβρυής
View word page
ἀέθλιον
prise

ShortDef

prise

Debugging

Headword:
ἀέθλιον
Headword (normalized):
ἀέθλιον
Headword (normalized/stripped):
αεθλιον
IDX:
1350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1351
Key:

Data

{'content': 'prise'}