Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρενοκοίτης
ἀρρενοκυέω
ἀρρενομανής
ἀρρενομιξία
ἀρρενόομαι
ἀρρενόπαις
ἀρρενοπίπης
ἀρρενοποιέω
ἀρρενοποιός
ἀρρενοπρεπής
ἀρρενότης
ἀρρενοτοκέω
ἀρρενοτοκία
ἀρρενοτόκιον
ἀρρενοτόκος
ἀρρενοφανής
ἀρρενόφρων
ἀρρενώδης
ἀρρενωνυμέω
ἀρρενωπία
ἀρρενωπός
View word page
ἀρρενότης
manhood, manliness

ShortDef

manhood, manliness

Debugging

Headword:
ἀρρενότης
Headword (normalized):
ἀρρενότης
Headword (normalized/stripped):
αρρενοτης
IDX:
13506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13507
Key:

Data

{'content': 'manhood, manliness'}