Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρενογόνος
ἀρρενοκοίτης
ἀρρενοκυέω
ἀρρενομανής
ἀρρενομιξία
ἀρρενόομαι
ἀρρενόπαις
ἀρρενοπίπης
ἀρρενοποιέω
ἀρρενοποιός
ἀρρενοπρεπής
ἀρρενότης
ἀρρενοτοκέω
ἀρρενοτοκία
ἀρρενοτόκιον
ἀρρενοτόκος
ἀρρενοφανής
ἀρρενόφρων
ἀρρενώδης
ἀρρενωνυμέω
ἀρρενωπία
View word page
ἀρρενοπρεπής
befitting men, manly

ShortDef

befitting men, manly

Debugging

Headword:
ἀρρενοπρεπής
Headword (normalized):
ἀρρενοπρεπής
Headword (normalized/stripped):
αρρενοπρεπης
IDX:
13505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13506
Key:

Data

{'content': 'befitting men, manly'}