Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρρενογονία
ἀρρενογόνος
ἀρρενοκοίτης
ἀρρενοκυέω
ἀρρενομανής
ἀρρενομιξία
ἀρρενόομαι
ἀρρενόπαις
ἀρρενοπίπης
ἀρρενοποιέω
ἀρρενοποιός
ἀρρενοπρεπής
ἀρρενότης
ἀρρενοτοκέω
ἀρρενοτοκία
ἀρρενοτόκιον
ἀρρενοτόκος
ἀρρενοφανής
ἀρρενόφρων
ἀρρενώδης
ἀρρενωνυμέω
View word page
ἀρρενοποιός
favouring the generation of males
ShortDef
favouring the generation of males
Debugging
Headword:
ἀρρενοποιός
Headword (normalized):
ἀρρενοποιός
Headword (normalized/stripped):
αρρενοποιος
IDX:
13504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13505
Key:
Data
{'content': 'favouring the generation of males'}