Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρενογονέω
ἀρρενογονία
ἀρρενογόνος
ἀρρενοκοίτης
ἀρρενοκυέω
ἀρρενομανής
ἀρρενομιξία
ἀρρενόομαι
ἀρρενόπαις
ἀρρενοπίπης
ἀρρενοποιέω
ἀρρενοποιός
ἀρρενοπρεπής
ἀρρενότης
ἀρρενοτοκέω
ἀρρενοτοκία
ἀρρενοτόκιον
ἀρρενοτόκος
ἀρρενοφανής
ἀρρενόφρων
ἀρρενώδης
View word page
ἀρρενοποιέω
make masculine

ShortDef

make masculine

Debugging

Headword:
ἀρρενοποιέω
Headword (normalized):
ἀρρενοποιέω
Headword (normalized/stripped):
αρρενοποιεω
IDX:
13503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13504
Key:

Data

{'content': 'make masculine'}