Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρρενικός
ἀρρενογονέω
ἀρρενογονία
ἀρρενογόνος
ἀρρενοκοίτης
ἀρρενοκυέω
ἀρρενομανής
ἀρρενομιξία
ἀρρενόομαι
ἀρρενόπαις
ἀρρενοπίπης
ἀρρενοποιέω
ἀρρενοποιός
ἀρρενοπρεπής
ἀρρενότης
ἀρρενοτοκέω
ἀρρενοτοκία
ἀρρενοτόκιον
ἀρρενοτόκος
ἀρρενοφανής
ἀρρενόφρων
View word page
ἀρρενοπίπης
one who looks lewdly on males

ShortDef

one who looks lewdly on males

Debugging

Headword:
ἀρρενοπίπης
Headword (normalized):
ἀρρενοπίπης
Headword (normalized/stripped):
αρρενοπιπης
IDX:
13502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13503
Key:

Data

{'content': 'one who looks lewdly on males'}