Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄρρεκτος
ἀρρενικός
ἀρρενογονέω
ἀρρενογονία
ἀρρενογόνος
ἀρρενοκοίτης
ἀρρενοκυέω
ἀρρενομανής
ἀρρενομιξία
ἀρρενόομαι
ἀρρενόπαις
ἀρρενοπίπης
ἀρρενοποιέω
ἀρρενοποιός
ἀρρενοπρεπής
ἀρρενότης
ἀρρενοτοκέω
ἀρρενοτοκία
ἀρρενοτόκιον
ἀρρενοτόκος
ἀρρενοφανής
View word page
ἀρρενόπαις
of male children

ShortDef

of male children

Debugging

Headword:
ἀρρενόπαις
Headword (normalized):
ἀρρενόπαις
Headword (normalized/stripped):
αρρενοπαις
IDX:
13501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13502
Key:

Data

{'content': 'of male children'}