Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄρραφος
ἄρρεκτος
ἀρρενικός
ἀρρενογονέω
ἀρρενογονία
ἀρρενογόνος
ἀρρενοκοίτης
ἀρρενοκυέω
ἀρρενομανής
ἀρρενομιξία
ἀρρενόομαι
ἀρρενόπαις
ἀρρενοπίπης
ἀρρενοποιέω
ἀρρενοποιός
ἀρρενοπρεπής
ἀρρενότης
ἀρρενοτοκέω
ἀρρενοτοκία
ἀρρενοτόκιον
ἀρρενοτόκος
View word page
ἀρρενόομαι
become a man, do the duties of one

ShortDef

become a man, do the duties of one

Debugging

Headword:
ἀρρενόομαι
Headword (normalized):
ἀρρενόομαι
Headword (normalized/stripped):
αρρενοομαι
IDX:
13500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13501
Key:

Data

{'content': 'become a man, do the duties of one'}