Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρραγάδωτος
ἀρραγής
ἄρραιστος
ἄρραντος
ἄρρατος
ἄρραφος
ἄρρεκτος
ἀρρενικός
ἀρρενογονέω
ἀρρενογονία
ἀρρενογόνος
ἀρρενοκοίτης
ἀρρενοκυέω
ἀρρενομανής
ἀρρενομιξία
ἀρρενόομαι
ἀρρενόπαις
ἀρρενοπίπης
ἀρρενοποιέω
ἀρρενοποιός
ἀρρενοπρεπής
View word page
ἀρρενογόνος
begetting
ShortDef
begetting
Debugging
Headword:
ἀρρενογόνος
Headword (normalized):
ἀρρενογόνος
Headword (normalized/stripped):
αρρενογονος
IDX:
13495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13496
Key:
Data
{'content': 'begetting'}