Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρραβών
ἀρραγάδωτος
ἀρραγής
ἄρραιστος
ἄρραντος
ἄρρατος
ἄρραφος
ἄρρεκτος
ἀρρενικός
ἀρρενογονέω
ἀρρενογονία
ἀρρενογόνος
ἀρρενοκοίτης
ἀρρενοκυέω
ἀρρενομανής
ἀρρενομιξία
ἀρρενόομαι
ἀρρενόπαις
ἀρρενοπίπης
ἀρρενοποιέω
ἀρρενοποιός
View word page
ἀρρενογονία
begetting

ShortDef

begetting

Debugging

Headword:
ἀρρενογονία
Headword (normalized):
ἀρρενογονία
Headword (normalized/stripped):
αρρενογονια
IDX:
13494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13495
Key:

Data

{'content': 'begetting'}