Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρράβδωτος
ἀρραβών
ἀρραγάδωτος
ἀρραγής
ἄρραιστος
ἄρραντος
ἄρρατος
ἄρραφος
ἄρρεκτος
ἀρρενικός
ἀρρενογονέω
ἀρρενογονία
ἀρρενογόνος
ἀρρενοκοίτης
ἀρρενοκυέω
ἀρρενομανής
ἀρρενομιξία
ἀρρενόομαι
ἀρρενόπαις
ἀρρενοπίπης
ἀρρενοποιέω
View word page
ἀρρενογονέω
beget

ShortDef

beget

Debugging

Headword:
ἀρρενογονέω
Headword (normalized):
ἀρρενογονέω
Headword (normalized/stripped):
αρρενογονεω
IDX:
13493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13494
Key:

Data

{'content': 'beget'}