Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἁρπυιόγουνος
ἀρράβδωτος
ἀρραβών
ἀρραγάδωτος
ἀρραγής
ἄρραιστος
ἄρραντος
ἄρρατος
ἄρραφος
ἄρρεκτος
ἀρρενικός
ἀρρενογονέω
ἀρρενογονία
ἀρρενογόνος
ἀρρενοκοίτης
ἀρρενοκυέω
ἀρρενομανής
ἀρρενομιξία
ἀρρενόομαι
ἀρρενόπαις
ἀρρενοπίπης
View word page
ἀρρενικός
male
ShortDef
male
Debugging
Headword:
ἀρρενικός
Headword (normalized):
ἀρρενικός
Headword (normalized/stripped):
αρρενικος
IDX:
13492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13493
Key:
Data
{'content': 'male'}