Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἅρπυια
Ἁρπυιόγουνος
ἀρράβδωτος
ἀρραβών
ἀρραγάδωτος
ἀρραγής
ἄρραιστος
ἄρραντος
ἄρρατος
ἄρραφος
ἄρρεκτος
ἀρρενικός
ἀρρενογονέω
ἀρρενογονία
ἀρρενογόνος
ἀρρενοκοίτης
ἀρρενοκυέω
ἀρρενομανής
ἀρρενομιξία
ἀρρενόομαι
ἀρρενόπαις
View word page
ἄρρεκτος
undone
ShortDef
undone
Debugging
Headword:
ἄρρεκτος
Headword (normalized):
ἄρρεκτος
Headword (normalized/stripped):
αρρεκτος
IDX:
13491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13492
Key:
Data
{'content': 'undone'}