Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἅρπινα
ἅρπυια
Ἅρπυια
Ἁρπυιόγουνος
ἀρράβδωτος
ἀρραβών
ἀρραγάδωτος
ἀρραγής
ἄρραιστος
ἄρραντος
ἄρρατος
ἄρραφος
ἄρρεκτος
ἀρρενικός
ἀρρενογονέω
ἀρρενογονία
ἀρρενογόνος
ἀρρενοκοίτης
ἀρρενοκυέω
ἀρρενομανής
ἀρρενομιξία
View word page
ἄρρατος
firm, hard, solid
ShortDef
firm, hard, solid
Debugging
Headword:
ἄρρατος
Headword (normalized):
ἄρρατος
Headword (normalized/stripped):
αρρατος
IDX:
13489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13490
Key:
Data
{'content': 'firm, hard, solid'}