Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἅρπη
Ἅρπινα
ἅρπυια
Ἅρπυια
Ἁρπυιόγουνος
ἀρράβδωτος
ἀρραβών
ἀρραγάδωτος
ἀρραγής
ἄρραιστος
ἄρραντος
ἄρρατος
ἄρραφος
ἄρρεκτος
ἀρρενικός
ἀρρενογονέω
ἀρρενογονία
ἀρρενογόνος
ἀρρενοκοίτης
ἀρρενοκυέω
ἀρρενομανής
View word page
ἄρραντος
unwatered, unwet
ShortDef
unwatered, unwet
Debugging
Headword:
ἄρραντος
Headword (normalized):
ἄρραντος
Headword (normalized/stripped):
αρραντος
IDX:
13488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13489
Key:
Data
{'content': 'unwatered, unwet'}