Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἅρπεζα
ἅρπη
Ἅρπινα
ἅρπυια
Ἅρπυια
Ἁρπυιόγουνος
ἀρράβδωτος
ἀρραβών
ἀρραγάδωτος
ἀρραγής
ἄρραιστος
ἄρραντος
ἄρρατος
ἄρραφος
ἄρρεκτος
ἀρρενικός
ἀρρενογονέω
ἀρρενογονία
ἀρρενογόνος
ἀρρενοκοίτης
ἀρρενοκυέω
View word page
ἄρραιστος
unhurt
ShortDef
unhurt
Debugging
Headword:
ἄρραιστος
Headword (normalized):
ἄρραιστος
Headword (normalized/stripped):
αρραιστος
IDX:
13487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13488
Key:
Data
{'content': 'unhurt'}