Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁρπεδόνη
ἁρπεδονίζω
ἅρπεζα
ἅρπη
Ἅρπινα
ἅρπυια
Ἅρπυια
Ἁρπυιόγουνος
ἀρράβδωτος
ἀρραβών
ἀρραγάδωτος
ἀρραγής
ἄρραιστος
ἄρραντος
ἄρρατος
ἄρραφος
ἄρρεκτος
ἀρρενικός
ἀρρενογονέω
ἀρρενογονία
ἀρρενογόνος
View word page
ἀρραγάδωτος
without chink
ShortDef
without chink
Debugging
Headword:
ἀρραγάδωτος
Headword (normalized):
ἀρραγάδωτος
Headword (normalized/stripped):
αρραγαδωτος
IDX:
13485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13486
Key:
Data
{'content': 'without chink'}