Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρπαξίβιος
ἅρπασμα
ἅρπασος
ἁρπαστικός
ἁρπάστιον
ἁρπαστόν
ἁρπαστός
ἁρπεδής
ἁρπεδονάπται
ἁρπεδόνη
ἁρπεδονίζω
ἅρπεζα
ἅρπη
Ἅρπινα
ἅρπυια
Ἅρπυια
Ἁρπυιόγουνος
ἀρράβδωτος
ἀρραβών
ἀρραγάδωτος
ἀρραγής
View word page
ἁρπεδονίζω
snare with a ἁρπεδόνη

ShortDef

snare with a ἁρπεδόνη

Debugging

Headword:
ἁρπεδονίζω
Headword (normalized):
ἁρπεδονίζω
Headword (normalized/stripped):
αρπεδονιζω
IDX:
13476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13477
Key:

Data

{'content': 'snare with a ἁρπεδόνη'}