Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρπάξανδρος
ἁρπαξίβιος
ἅρπασμα
ἅρπασος
ἁρπαστικός
ἁρπάστιον
ἁρπαστόν
ἁρπαστός
ἁρπεδής
ἁρπεδονάπται
ἁρπεδόνη
ἁρπεδονίζω
ἅρπεζα
ἅρπη
Ἅρπινα
ἅρπυια
Ἅρπυια
Ἁρπυιόγουνος
ἀρράβδωτος
ἀρραβών
ἀρραγάδωτος
View word page
ἁρπεδόνη
a cord

ShortDef

a cord

Debugging

Headword:
ἁρπεδόνη
Headword (normalized):
ἁρπεδόνη
Headword (normalized/stripped):
αρπεδονη
IDX:
13475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13476
Key:

Data

{'content': 'a cord'}