Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἁρπαλίων
ἅρπαξ
ἁρπάξανδρος
ἁρπαξίβιος
ἅρπασμα
ἅρπασος
ἁρπαστικός
ἁρπάστιον
ἁρπαστόν
ἁρπαστός
ἁρπεδής
ἁρπεδονάπται
ἁρπεδόνη
ἁρπεδονίζω
ἅρπεζα
ἅρπη
Ἅρπινα
ἅρπυια
Ἅρπυια
Ἁρπυιόγουνος
ἀρράβδωτος
View word page
ἁρπεδής
flat, level

ShortDef

flat, level

Debugging

Headword:
ἁρπεδής
Headword (normalized):
ἁρπεδής
Headword (normalized/stripped):
αρπεδης
IDX:
13473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13474
Key:

Data

{'content': 'flat, level'}