Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρπαλίζω
Ἁρπαλίων
ἅρπαξ
ἁρπάξανδρος
ἁρπαξίβιος
ἅρπασμα
ἅρπασος
ἁρπαστικός
ἁρπάστιον
ἁρπαστόν
ἁρπαστός
ἁρπεδής
ἁρπεδονάπται
ἁρπεδόνη
ἁρπεδονίζω
ἅρπεζα
ἅρπη
Ἅρπινα
ἅρπυια
Ἅρπυια
Ἁρπυιόγουνος
View word page
ἁρπαστός
carried away

ShortDef

carried away

Debugging

Headword:
ἁρπαστός
Headword (normalized):
ἁρπαστός
Headword (normalized/stripped):
αρπαστος
IDX:
13472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13473
Key:

Data

{'content': 'carried away'}