Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρπακτί
ἁρπακτικός
ἁρπακτός
ἁρπάλαγος
ἁρπαλέος
ἁρπαλίζω
Ἁρπαλίων
ἅρπαξ
ἁρπάξανδρος
ἁρπαξίβιος
ἅρπασμα
ἅρπασος
ἁρπαστικός
ἁρπάστιον
ἁρπαστόν
ἁρπαστός
ἁρπεδής
ἁρπεδονάπται
ἁρπεδόνη
ἁρπεδονίζω
ἅρπεζα
View word page
ἅρπασμα
robbery

ShortDef

robbery

Debugging

Headword:
ἅρπασμα
Headword (normalized):
ἅρπασμα
Headword (normalized/stripped):
αρπασμα
IDX:
13467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13468
Key:

Data

{'content': 'robbery'}