Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρπακτήρ
ἁρπακτής
ἁρπακτί
ἁρπακτικός
ἁρπακτός
ἁρπάλαγος
ἁρπαλέος
ἁρπαλίζω
Ἁρπαλίων
ἅρπαξ
ἁρπάξανδρος
ἁρπαξίβιος
ἅρπασμα
ἅρπασος
ἁρπαστικός
ἁρπάστιον
ἁρπαστόν
ἁρπαστός
ἁρπεδής
ἁρπεδονάπται
ἁρπεδόνη
View word page
ἁρπάξανδρος
snatching away men

ShortDef

snatching away men

Debugging

Headword:
ἁρπάξανδρος
Headword (normalized):
ἁρπάξανδρος
Headword (normalized/stripped):
αρπαξανδρος
IDX:
13465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13466
Key:

Data

{'content': 'snatching away men'}