Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρπάζω
ἁρπακτήρ
ἁρπακτής
ἁρπακτί
ἁρπακτικός
ἁρπακτός
ἁρπάλαγος
ἁρπαλέος
ἁρπαλίζω
Ἁρπαλίων
ἅρπαξ
ἁρπάξανδρος
ἁρπαξίβιος
ἅρπασμα
ἅρπασος
ἁρπαστικός
ἁρπάστιον
ἁρπαστόν
ἁρπαστός
ἁρπεδής
ἁρπεδονάπται
View word page
ἅρπαξ
(m) robber, grappling-iron; (f) robbing, grabbing

ShortDef

(m) robber, grappling-iron; (f) robbing, grabbing

Debugging

Headword:
ἅρπαξ
Headword (normalized):
ἅρπαξ
Headword (normalized/stripped):
αρπαξ
IDX:
13464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13465
Key:

Data

{'content': '(m) robber, grappling-iron; (f) robbing, grabbing'}