Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἅρπαγος
ἁρπάζω
ἁρπακτήρ
ἁρπακτής
ἁρπακτί
ἁρπακτικός
ἁρπακτός
ἁρπάλαγος
ἁρπαλέος
ἁρπαλίζω
Ἁρπαλίων
ἅρπαξ
ἁρπάξανδρος
ἁρπαξίβιος
ἅρπασμα
ἅρπασος
ἁρπαστικός
ἁρπάστιον
ἁρπαστόν
ἁρπαστός
ἁρπεδής
View word page
Ἁρπαλίων
son of Pylaemenes

ShortDef

son of Pylaemenes

Debugging

Headword:
Ἁρπαλίων
Headword (normalized):
ἁρπαλίων
Headword (normalized/stripped):
αρπαλιων
IDX:
13463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13464
Key:

Data

{'content': 'son of Pylaemenes'}