Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἅρπαγος
ἅρπαγος
ἁρπάζω
ἁρπακτήρ
ἁρπακτής
ἁρπακτί
ἁρπακτικός
ἁρπακτός
ἁρπάλαγος
ἁρπαλέος
ἁρπαλίζω
Ἁρπαλίων
ἅρπαξ
ἁρπάξανδρος
ἁρπαξίβιος
ἅρπασμα
ἅρπασος
ἁρπαστικός
ἁρπάστιον
ἁρπαστόν
ἁρπαστός
View word page
ἁρπαλίζω
to catch up, be eager to receive
ShortDef
to catch up, be eager to receive
Debugging
Headword:
ἁρπαλίζω
Headword (normalized):
ἁρπαλίζω
Headword (normalized/stripped):
αρπαλιζω
IDX:
13462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13463
Key:
Data
{'content': 'to catch up, be eager to receive'}