Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρπαγμός
Ἅρπαγος
ἅρπαγος
ἁρπάζω
ἁρπακτήρ
ἁρπακτής
ἁρπακτί
ἁρπακτικός
ἁρπακτός
ἁρπάλαγος
ἁρπαλέος
ἁρπαλίζω
Ἁρπαλίων
ἅρπαξ
ἁρπάξανδρος
ἁρπαξίβιος
ἅρπασμα
ἅρπασος
ἁρπαστικός
ἁρπάστιον
ἁρπαστόν
View word page
ἁρπαλέος
greedy

ShortDef

greedy

Debugging

Headword:
ἁρπαλέος
Headword (normalized):
ἁρπαλέος
Headword (normalized/stripped):
αρπαλεος
IDX:
13461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13462
Key:

Data

{'content': 'greedy'}