Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἅρπαγμα
ἁρπαγμός
Ἅρπαγος
ἅρπαγος
ἁρπάζω
ἁρπακτήρ
ἁρπακτής
ἁρπακτί
ἁρπακτικός
ἁρπακτός
ἁρπάλαγος
ἁρπαλέος
ἁρπαλίζω
Ἁρπαλίων
ἅρπαξ
ἁρπάξανδρος
ἁρπαξίβιος
ἅρπασμα
ἅρπασος
ἁρπαστικός
ἁρπάστιον
View word page
ἁρπάλαγος
hunting implement

ShortDef

hunting implement

Debugging

Headword:
ἁρπάλαγος
Headword (normalized):
ἁρπάλαγος
Headword (normalized/stripped):
αρπαλαγος
IDX:
13460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13461
Key:

Data

{'content': 'hunting implement'}