Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρπάγιμος
ἅρπαγμα
ἁρπαγμός
Ἅρπαγος
ἅρπαγος
ἁρπάζω
ἁρπακτήρ
ἁρπακτής
ἁρπακτί
ἁρπακτικός
ἁρπακτός
ἁρπάλαγος
ἁρπαλέος
ἁρπαλίζω
Ἁρπαλίων
ἅρπαξ
ἁρπάξανδρος
ἁρπαξίβιος
ἅρπασμα
ἅρπασος
ἁρπαστικός
View word page
ἁρπακτός
gotten by rapine, stolen

ShortDef

gotten by rapine, stolen

Debugging

Headword:
ἁρπακτός
Headword (normalized):
ἁρπακτός
Headword (normalized/stripped):
αρπακτος
IDX:
13459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13460
Key:

Data

{'content': 'gotten by rapine, stolen'}