Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρπαγιμαῖος
ἁρπάγιμος
ἅρπαγμα
ἁρπαγμός
Ἅρπαγος
ἅρπαγος
ἁρπάζω
ἁρπακτήρ
ἁρπακτής
ἁρπακτί
ἁρπακτικός
ἁρπακτός
ἁρπάλαγος
ἁρπαλέος
ἁρπαλίζω
Ἁρπαλίων
ἅρπαξ
ἁρπάξανδρος
ἁρπαξίβιος
ἅρπασμα
ἅρπασος
View word page
ἁρπακτικός
rapacious

ShortDef

rapacious

Debugging

Headword:
ἁρπακτικός
Headword (normalized):
ἁρπακτικός
Headword (normalized/stripped):
αρπακτικος
IDX:
13458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13459
Key:

Data

{'content': 'rapacious'}