Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁρπαγή
ἁρπαγιμαῖος
ἁρπάγιμος
ἅρπαγμα
ἁρπαγμός
Ἅρπαγος
ἅρπαγος
ἁρπάζω
ἁρπακτήρ
ἁρπακτής
ἁρπακτί
ἁρπακτικός
ἁρπακτός
ἁρπάλαγος
ἁρπαλέος
ἁρπαλίζω
Ἁρπαλίων
ἅρπαξ
ἁρπάξανδρος
ἁρπαξίβιος
ἅρπασμα
View word page
ἁρπακτί
greedily

ShortDef

greedily

Debugging

Headword:
ἁρπακτί
Headword (normalized):
ἁρπακτί
Headword (normalized/stripped):
αρπακτι
IDX:
13457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13458
Key:

Data

{'content': 'greedily'}