Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρουροπόνος
ἀρόω
ἁρπάγδην
ἁρπάγη
ἁρπαγή
ἁρπαγιμαῖος
ἁρπάγιμος
ἅρπαγμα
ἁρπαγμός
Ἅρπαγος
ἅρπαγος
ἁρπάζω
ἁρπακτήρ
ἁρπακτής
ἁρπακτί
ἁρπακτικός
ἁρπακτός
ἁρπάλαγος
ἁρπαλέος
ἁρπαλίζω
Ἁρπαλίων
View word page
ἅρπαγος
hook
ShortDef
Harpagus
hook
Debugging
Headword:
ἅρπαγος
Headword (normalized):
ἅρπαγος
Headword (normalized/stripped):
αρπαγος
IDX:
13453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13454
Key:
Data
{'content': 'hook'}