Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρουρηδόν
ἀρουρισμός
ἀρουροπόνος
ἀρόω
ἁρπάγδην
ἁρπάγη
ἁρπαγή
ἁρπαγιμαῖος
ἁρπάγιμος
ἅρπαγμα
ἁρπαγμός
Ἅρπαγος
ἅρπαγος
ἁρπάζω
ἁρπακτήρ
ἁρπακτής
ἁρπακτί
ἁρπακτικός
ἁρπακτός
ἁρπάλαγος
ἁρπαλέος
View word page
ἁρπαγμός
a seizing, booty, a prize
ShortDef
a seizing, booty, a prize
Debugging
Headword:
ἁρπαγμός
Headword (normalized):
ἁρπαγμός
Headword (normalized/stripped):
αρπαγμος
IDX:
13451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13452
Key:
Data
{'content': 'a seizing, booty, a prize'}