Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρουραῖος
ἀρουρηδόν
ἀρουρισμός
ἀρουροπόνος
ἀρόω
ἁρπάγδην
ἁρπάγη
ἁρπαγή
ἁρπαγιμαῖος
ἁρπάγιμος
ἅρπαγμα
ἁρπαγμός
Ἅρπαγος
ἅρπαγος
ἁρπάζω
ἁρπακτήρ
ἁρπακτής
ἁρπακτί
ἁρπακτικός
ἁρπακτός
ἁρπάλαγος
View word page
ἅρπαγμα
booty, prey
ShortDef
booty, prey
Debugging
Headword:
ἅρπαγμα
Headword (normalized):
ἅρπαγμα
Headword (normalized/stripped):
αρπαγμα
IDX:
13450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13451
Key:
Data
{'content': 'booty, prey'}