Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀροτροπόνος
ἀροτρόπους
ἀροτροφορέω
ἀρότται
ἄρουρα
ἀρουραβάτης
ἀρουραῖος
ἀρουρηδόν
ἀρουρισμός
ἀρουροπόνος
ἀρόω
ἁρπάγδην
ἁρπάγη
ἁρπαγή
ἁρπαγιμαῖος
ἁρπάγιμος
ἅρπαγμα
ἁρπαγμός
Ἅρπαγος
ἅρπαγος
ἁρπάζω
View word page
ἀρόω
to plough

ShortDef

to plough

Debugging

Headword:
ἀρόω
Headword (normalized):
ἀρόω
Headword (normalized/stripped):
αροω
IDX:
13444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13445
Key:

Data

{'content': 'to plough'}