Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀροτροειδής
ἄροτρον
ἀροτροπόνος
ἀροτρόπους
ἀροτροφορέω
ἀρότται
ἄρουρα
ἀρουραβάτης
ἀρουραῖος
ἀρουρηδόν
ἀρουρισμός
ἀρουροπόνος
ἀρόω
ἁρπάγδην
ἁρπάγη
ἁρπαγή
ἁρπαγιμαῖος
ἁρπάγιμος
ἅρπαγμα
ἁρπαγμός
Ἅρπαγος
View word page
ἀρουρισμός
measuring in ἄρουραι

ShortDef

measuring in ἄρουραι

Debugging

Headword:
ἀρουρισμός
Headword (normalized):
ἀρουρισμός
Headword (normalized/stripped):
αρουρισμος
IDX:
13442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13443
Key:

Data

{'content': 'measuring in ἄρουραι'}