Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀροτρίαμα
ἀροτριασμός
ἀροτριαστής
ἀροτριάω
ἀρότριος
ἀροτροδίαυλος
ἀροτροειδής
ἄροτρον
ἀροτροπόνος
ἀροτρόπους
ἀροτροφορέω
ἀρότται
ἄρουρα
ἀρουραβάτης
ἀρουραῖος
ἀρουρηδόν
ἀρουρισμός
ἀρουροπόνος
ἀρόω
ἁρπάγδην
ἁρπάγη
View word page
ἀροτροφορέω
to draw the plough

ShortDef

to draw the plough

Debugging

Headword:
ἀροτροφορέω
Headword (normalized):
ἀροτροφορέω
Headword (normalized/stripped):
αροτροφορεω
IDX:
13436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13437
Key:

Data

{'content': 'to draw the plough'}