Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀροτριάζω
ἀροτρίαμα
ἀροτριασμός
ἀροτριαστής
ἀροτριάω
ἀρότριος
ἀροτροδίαυλος
ἀροτροειδής
ἄροτρον
ἀροτροπόνος
ἀροτρόπους
ἀροτροφορέω
ἀρότται
ἄρουρα
ἀρουραβάτης
ἀρουραῖος
ἀρουρηδόν
ἀρουρισμός
ἀρουροπόνος
ἀρόω
ἁρπάγδην
View word page
ἀροτρόπους
ploughshare

ShortDef

ploughshare

Debugging

Headword:
ἀροτρόπους
Headword (normalized):
ἀροτρόπους
Headword (normalized/stripped):
αροτροπους
IDX:
13435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13436
Key:

Data

{'content': 'ploughshare'}