Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀροτρητής
ἀροτρήτης
ἀροτριάζω
ἀροτρίαμα
ἀροτριασμός
ἀροτριαστής
ἀροτριάω
ἀρότριος
ἀροτροδίαυλος
ἀροτροειδής
ἄροτρον
ἀροτροπόνος
ἀροτρόπους
ἀροτροφορέω
ἀρότται
ἄρουρα
ἀρουραβάτης
ἀρουραῖος
ἀρουρηδόν
ἀρουρισμός
ἀρουροπόνος
View word page
ἄροτρον
a plough

ShortDef

a plough

Debugging

Headword:
ἄροτρον
Headword (normalized):
ἄροτρον
Headword (normalized/stripped):
αροτρον
IDX:
13433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13434
Key:

Data

{'content': 'a plough'}