Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀροτρεύω
ἀροτρητής
ἀροτρήτης
ἀροτριάζω
ἀροτρίαμα
ἀροτριασμός
ἀροτριαστής
ἀροτριάω
ἀρότριος
ἀροτροδίαυλος
ἀροτροειδής
ἄροτρον
ἀροτροπόνος
ἀροτρόπους
ἀροτροφορέω
ἀρότται
ἄρουρα
ἀρουραβάτης
ἀρουραῖος
ἀρουρηδόν
ἀρουρισμός
View word page
ἀροτροειδής
like a plough

ShortDef

like a plough

Debugging

Headword:
ἀροτροειδής
Headword (normalized):
ἀροτροειδής
Headword (normalized/stripped):
αροτροειδης
IDX:
13432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13433
Key:

Data

{'content': 'like a plough'}