Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀροτρεύς
ἀροτρεύω
ἀροτρητής
ἀροτρήτης
ἀροτριάζω
ἀροτρίαμα
ἀροτριασμός
ἀροτριαστής
ἀροτριάω
ἀρότριος
ἀροτροδίαυλος
ἀροτροειδής
ἄροτρον
ἀροτροπόνος
ἀροτρόπους
ἀροτροφορέω
ἀρότται
ἄρουρα
ἀρουραβάτης
ἀρουραῖος
ἀρουρηδόν
View word page
ἀροτροδίαυλος
a plougher

ShortDef

a plougher

Debugging

Headword:
ἀροτροδίαυλος
Headword (normalized):
ἀροτροδίαυλος
Headword (normalized/stripped):
αροτροδιαυλος
IDX:
13431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13432
Key:

Data

{'content': 'a plougher'}