Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρότρευμα
ἀροτρεύς
ἀροτρεύω
ἀροτρητής
ἀροτρήτης
ἀροτριάζω
ἀροτρίαμα
ἀροτριασμός
ἀροτριαστής
ἀροτριάω
ἀρότριος
ἀροτροδίαυλος
ἀροτροειδής
ἄροτρον
ἀροτροπόνος
ἀροτρόπους
ἀροτροφορέω
ἀρότται
ἄρουρα
ἀρουραβάτης
ἀρουραῖος
View word page
ἀρότριος
of husbandry
ShortDef
of husbandry
Debugging
Headword:
ἀρότριος
Headword (normalized):
ἀρότριος
Headword (normalized/stripped):
αροτριος
IDX:
13430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13431
Key:
Data
{'content': 'of husbandry'}