Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀροτραῖος
ἀρότρευμα
ἀροτρεύς
ἀροτρεύω
ἀροτρητής
ἀροτρήτης
ἀροτριάζω
ἀροτρίαμα
ἀροτριασμός
ἀροτριαστής
ἀροτριάω
ἀρότριος
ἀροτροδίαυλος
ἀροτροειδής
ἄροτρον
ἀροτροπόνος
ἀροτρόπους
ἀροτροφορέω
ἀρότται
ἄρουρα
ἀρουραβάτης
View word page
ἀροτριάω
plough

ShortDef

plough

Debugging

Headword:
ἀροτριάω
Headword (normalized):
ἀροτριάω
Headword (normalized/stripped):
αροτριαω
IDX:
13429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13430
Key:

Data

{'content': 'plough'}