Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄροτος
ἀροτός
ἀροτραῖος
ἀρότρευμα
ἀροτρεύς
ἀροτρεύω
ἀροτρητής
ἀροτρήτης
ἀροτριάζω
ἀροτρίαμα
ἀροτριασμός
ἀροτριαστής
ἀροτριάω
ἀρότριος
ἀροτροδίαυλος
ἀροτροειδής
ἄροτρον
ἀροτροπόνος
ἀροτρόπους
ἀροτροφορέω
ἀρότται
View word page
ἀροτριασμός
ploughing, tillage

ShortDef

ploughing, tillage

Debugging

Headword:
ἀροτριασμός
Headword (normalized):
ἀροτριασμός
Headword (normalized/stripped):
αροτριασμος
IDX:
13427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13428
Key:

Data

{'content': 'ploughing, tillage'}