Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀροτικός
ἄροτος
ἀροτός
ἀροτραῖος
ἀρότρευμα
ἀροτρεύς
ἀροτρεύω
ἀροτρητής
ἀροτρήτης
ἀροτριάζω
ἀροτρίαμα
ἀροτριασμός
ἀροτριαστής
ἀροτριάω
ἀρότριος
ἀροτροδίαυλος
ἀροτροειδής
ἄροτρον
ἀροτροπόνος
ἀροτρόπους
ἀροτροφορέω
View word page
ἀροτρίαμα
ploughed land
ShortDef
ploughed land
Debugging
Headword:
ἀροτρίαμα
Headword (normalized):
ἀροτρίαμα
Headword (normalized/stripped):
αροτριαμα
IDX:
13426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13427
Key:
Data
{'content': 'ploughed land'}