Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀροτήσιος
ἀροτικός
ἄροτος
ἀροτός
ἀροτραῖος
ἀρότρευμα
ἀροτρεύς
ἀροτρεύω
ἀροτρητής
ἀροτρήτης
ἀροτριάζω
ἀροτρίαμα
ἀροτριασμός
ἀροτριαστής
ἀροτριάω
ἀρότριος
ἀροτροδίαυλος
ἀροτροειδής
ἄροτρον
ἀροτροπόνος
ἀροτρόπους
View word page
ἀροτριάζω
plough
ShortDef
plough
Debugging
Headword:
ἀροτριάζω
Headword (normalized):
ἀροτριάζω
Headword (normalized/stripped):
αροτριαζω
IDX:
13425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13426
Key:
Data
{'content': 'plough'}